- συστρέφεται
- συστρέφωtwist uppres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βλαισός — ή, ό (Α βλαισός, ή, όν) χαρακτηρισμός κάθε μέλους που παρουσιάζει κύρτωση με τη γωνία ανοιχτή προς τα έξω («βλαισό γόνατο», «βλαισός μεγάλος δάκτυλος του ποδιού») αρχ. 1. αυτός που συστρέφεται, που δεν εκτείνεται σε ευθεία γραμμή («βλαισός… … Dictionary of Greek
γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… … Dictionary of Greek
γυριστάρι — το [γυριστός] 1. λαβή τής ποιμενικής ράβδου η οποία είναι ημικυκλικά κεκαμμένη 2. λαβή με την οποία συστρέφεται χειροκίνητος φορητός μύλος … Dictionary of Greek
ειλητικός — εἰλητικός, ή, όν (Α) αυτός που περιτυλίγεται ή συστρέφεται … Dictionary of Greek
ευέλικτος — η, ο (ΑΜ εὐέλικτος, ον) αυτός που ελίσσεται, που συστρέφεται εύκολα, ο εύκαμπτος, ο ευλύγιστος (α. «εὐέλικτον σῶμα», Πολύδ. β. [μτφ.] «εὐέλικτη πολιτική») νεοελλ. αυτός που κάνει εύκολα ελιγμούς, που κινείται εύκολα και γρήγορα («ευέλικτα στρ.… … Dictionary of Greek
κλώσμα — το (AM κλῶσμα) [κλώθω] 1. κλωστή, νήμα 2. κλώση νεοελλ. 1. στριφογύρισμα, κλωθογύρισμα 2. ναυτ. το νήμα που προκύπτει από τη συστροφή τών πρώτων βασικών ινών κάνναβης και το οποίο κατόπιν συστρέφεται με άλλα όμοιά του για την κατασκευή τού… … Dictionary of Greek
κυκλάμινο — (Cyclamen). Γένος φυτών της οικογένειας των πριμουλιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει περίπου 19 είδη. Πρόκειται για ετήσιες, κονδυλόρριζες πόες, μικρού ύψους, με σφαιρικό κόνδυλο, νεφροειδή ή καρδιοειδή φύλλα με πρωτότυπες αποχρώσεις και … Dictionary of Greek
μυριέλικτος — μυριέλικτος, ον (Α) (για φίδι) αυτός που συστρέφεται με χίλιους ελιγμούς, ο πολυέλικτος («ὁ βαρὺς καὶ μυριέλικτος ἐκεῑνος ὄφις», Συνάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ἐλικτός] … Dictionary of Greek
νεφρό — Όργανο που παράγει τα ούρα, με τα οποία αποβάλλεται το περισσευούμενο νερό, τα άλατα και τα άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού· εκτός από τη λειτουργία αυτή απέκκρισης το ν. παράγει ουσίες που συμβάλλουν στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και στην… … Dictionary of Greek
παλινδίνητος — παλινδίνητος, ον (Α) 1. αυτός που συστρέφεται προς τα εμπρός και προς τα πίσω («παλινδίνητος θάλασσα», Ανθ. Παλ.) 2. αυτός που τρέχει προς τα πίσω 3. (κατά τον Ησύχ.) «παλινδίνητον συνεχές». [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δινῶ «περιστρέφω, στροβιλίζω»] … Dictionary of Greek